απολαγχανω

απολαγχανω
    ἀπολαγχάνω
    ἀπο-λαγχάνω
    (fut. ἀπολήξομαι, aor. 2 ἀπέλᾰχον)
    1) получать по жребию
    

(τῶν κτημάτων τὸ μέρος Her.)

    ἀπολαχεῖν κριτήν Lys. — быть избранным по жребию в судьи

    2) получать
    

(οἴκων πατρός τι Eur.)

    3) терпеть неудачу, оставаться ни с чем Eur., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "απολαγχανω" в других словарях:

  • απολαγχάνω — ἀπολαγχάνω (Α) [λαγχάνω] 1. παίρνω μερίδιο με κλήρο 2. αποτυχαίνω σε κλήρωση 3. τα χάνω όλα, μένω έρημος …   Dictionary of Greek

  • ἀπείληχε — ἀπολαγχάνω obtain a portion of perf imperat act 2nd sg ἀπολαγχάνω obtain a portion of perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολαγχάνουσιν — ἀπολαγχάνω obtain a portion of pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀπολαγχάνω obtain a portion of pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολαχόντα — ἀπολαγχάνω obtain a portion of aor part act neut nom/voc/acc pl ἀπολαγχάνω obtain a portion of aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολαχόντων — ἀπολαγχάνω obtain a portion of aor part act masc/neut gen pl ἀπολαγχάνω obtain a portion of aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολάχετε — ἀπολαγχάνω obtain a portion of aor imperat act 2nd pl ἀπολαγχάνω obtain a portion of aor ind act 2nd pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέλαχον — ἀπολαγχάνω obtain a portion of aor ind act 3rd pl ἀπολαγχάνω obtain a portion of aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπελάγχανεν — ἀπολαγχάνω obtain a portion of imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολαχεῖν — ἀπολαγχάνω obtain a portion of aor inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολαχοῦσα — ἀπολαγχάνω obtain a portion of aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολαχοῦσαν — ἀπολαγχάνω obtain a portion of aor part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»