απολαγχάνω — ἀπολαγχάνω (Α) [λαγχάνω] 1. παίρνω μερίδιο με κλήρο 2. αποτυχαίνω σε κλήρωση 3. τα χάνω όλα, μένω έρημος … Dictionary of Greek
ἀπείληχε — ἀπολαγχάνω obtain a portion of perf imperat act 2nd sg ἀπολαγχάνω obtain a portion of perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαγχάνουσιν — ἀπολαγχάνω obtain a portion of pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀπολαγχάνω obtain a portion of pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαχόντα — ἀπολαγχάνω obtain a portion of aor part act neut nom/voc/acc pl ἀπολαγχάνω obtain a portion of aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαχόντων — ἀπολαγχάνω obtain a portion of aor part act masc/neut gen pl ἀπολαγχάνω obtain a portion of aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολάχετε — ἀπολαγχάνω obtain a portion of aor imperat act 2nd pl ἀπολαγχάνω obtain a portion of aor ind act 2nd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέλαχον — ἀπολαγχάνω obtain a portion of aor ind act 3rd pl ἀπολαγχάνω obtain a portion of aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπελάγχανεν — ἀπολαγχάνω obtain a portion of imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαχεῖν — ἀπολαγχάνω obtain a portion of aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαχοῦσα — ἀπολαγχάνω obtain a portion of aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαχοῦσαν — ἀπολαγχάνω obtain a portion of aor part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)